τετραγωνοπρόσωπος

τετραγωνοπρόσωπος
-ον, Α
(για τις ενυδρίδες, τους κάστορες κ.ά. ζώα) αυτός τού οποίου το πρόσωπο έχει σχήμα τετραγώνου («ἐνύδριες... καὶ κάστορες καὶ ἄλλα θηρία τετραγωνοπρόσωπα», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετράγωνος + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. στρογγυλο-πρόσωπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τετραγωνοπρόσωπα — τετραγωνοπρόσωπος square faced neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”